- ξαμολάω
- ξαμολάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), ξαμόλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek
ξαπολ(ν)ώ — και ξαπολύνω ξαπόλυσα, ξαπολύθηκα, ξαπολυμένος 1. εξαπολύω, ξαμολάω. 2. το μέσ., ξαπολ(υ)ιέμαι ξεκινώ, ορμώ: Στα βουνά που ξαπολιούνται οι βρύσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)